-
1 παλαιότης
2 more freq. antiquity, obsoleteness,π. γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις E.Hel. 1056
;ὑπὸ παλαιότητος Pl.Cra. 421d
;εἴτε π. εἴτε σαπρότης Id.R. 609e
; π. γράμματος, opp. καινότης πνεύματος, Ep.Rom.7.6; in Lit. Crit., D.H.Rh.10.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιότης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский